- κατασιτέονται
- κατασιτέομαιeat uppres ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic)κατασιτέομαιeat uppres ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατασιτούμαι — κατασιτοῡμαι, έομαι (Α) κατατρώγω κάτι («τὸν δὲ νούσῳ τελευτήσαντα οὐ κατασιτέονται, ἀλλὰ γῆ κρύπτουσι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σιτοῦμαι «τρώγω» (< σῖτος)] … Dictionary of Greek